βιβλιογράφου

βιβλιογράφου
βιβλιογράφος
writer of books
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βιβλιοφιλία — Η αγάπη για το βιβλίο· λέξη που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά προς το τέλος του Μεσαίωνα, στην περίοδο δηλαδή της ακμής των κλασικών σπουδών. Ο Ρίτσαρντ ντε Μπέρι, Άγγλος βιβλιόφιλος που έζησε τον 14o αι. και πρόδρομος του ουμανισμού, ονόμασε… …   Dictionary of Greek

  • Σορμπέλι, Αλμπάνο — (Sorbelli). Ιταλός βιβλιοθηκάριος, βιβλιογράφος και ιστορικός (Φάνανο 1873 Πάβουλο 1944). Ήταν διευθυντής της δημοτικής βιβλιοθήκης της Μπολόνια από το 1903 έως τον θάνατό του. Έγραψε πολλά έργα πολιτικής και πολιτιστικής ιστορίας της περιοχής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”